- υπερουσίως
- ΜΑεπίρρ. βλ. υπερούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερουσίως — ὑπερούσιος above Being adverbial ὑπερούσιος above Being masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
υπερούσιος — α, ο / ὑπερούσιος, ον, ΝΜΑ εκκλ. (ως προσωνυμία τού Θεού) 1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος 2. (κατ επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.) μσν. 1. πάμπλουτος 2. το ουδ.… … Dictionary of Greek
ԳԵՐԱԳՈՅԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0542 Chronological Sequence: 8c, 12c, 13c մ. ὐπερουσίως superessemtialiter Որպէս գերագոյ. գերօրինակ իսկութեամբ. անճառ եւ գերաբնական օրինակաւ. *Ամենեցունց գերագոյապէս անբաւութեամբ միահամուռ ըմբռնօղ: Քան զամենայն գերագոյապէս արտաքս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия